ωμοτριβής

ωμοτριβής
-ές, ΜΑ
(ιδίως για λάδι) αυτός που προέρχεται από την έκθλιψη άγουρων ελιών («ἀλείφειν τὴν κεφαλὴν ὠμοτριβὲς ἔλαιον», Θεοφάν. Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -τριβής (< τριβή), πρβλ. νεο-τριβής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὠμοτριβής — pressed raw masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοτριβεῖ — ὠμοτριβής pressed raw masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὠμοτριβής pressed raw masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοτριβές — ὠμοτριβής pressed raw masc/fem voc sg ὠμοτριβής pressed raw neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοτριβοῦς — ὠμοτριβής pressed raw masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοτριβῶν — ὠμοτριβής pressed raw masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”